- ανόστητος
- ἀνόστητος, -ον (Α)1. αυτός που δεν γυρίζει πίσω2. (για τόπο) εκείνος από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει κανείς («ἀνόστητος χῶρος ἐνέρων» — για τον Αδη).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνόστητον — ἀνόστητος unreturning masc/fem acc sg ἀνόστητος unreturning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστήτοιο — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστήτοισι — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστήτου — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστήτους — ἀνόστητος unreturning masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστήτων — ἀνόστητος unreturning masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)